- ιδιότροφος
- ἰδιότροφος, -ον (Α)αυτός που τρώει ορισμένα μόνο είδη τροφής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -τροφος (< τροφή), πρβλ. οικό-τροφος, υπό-τροφος. Το σύνθ. με ενεργητική σημ. εν αντιθέσει προς τα -τρόφος (πρβλ. ιδιο-τρόφος), που έχουν παθητική σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.